κάπραινα

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπραινα Medium diacritics: κάπραινα Low diacritics: κάπραινα Capitals: ΚΑΠΡΑΙΝΑ
Transliteration A: kápraina Transliteration B: kapraina Transliteration C: kapraina Beta Code: ka/praina

English (LSJ)

ἡ, fem. of κάπρος, A wild sow: metaph., lewd woman, Phryn.Com.33, Hermipp. 10: dub. sens. in Lyr. in Philol. 80.334.

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ (eigtl. fem. zu κάπρος, die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.

Greek (Liddell-Scott)

κάπραινα: ἡ, θηλ. τοῦ κάπρος, ἀγρία ὗς· μεταφ. ἀκόλαστος, αἰσχρὰ γυνή, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.

Greek Monolingual

η (Α κάπραινα)
(θηλ. του κάπρος) άγρια γουρούνα
αρχ.
(για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -αινα (πρβλ. λέαινα, λύκαινα)].