ισοχειλής
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek Monolingual
ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυχειλής, λεπτοχειλής].