καινοτομώ

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

(AM καινοτομῶ, -έω) καινοτόμος
1. κάνω κάτι νέο
2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν», Αριστοφ.)
3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία
μσν.
ανανεώνω
αρχ.
1. σκάβω νέο μεταλλείο για να βρω καινούργια μεταλλεύματα
2. ανοίγω νέο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τομῶ (< τόμος < -τόμος < τέμνω), πρβλ. απλο-τομώ, μακρο-τομῶ. Η αρχική σημασία «ανοίγω νέα σήραγγα σε ορυχείο» εξελίχθηκε σε «νεωτερίζω, εφευρίσκω νέους τρόπους ενέργειας»].