κατάπυρος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
German (Pape)
[Seite 1373] angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπυρος: -ον, διάπυρος, πεπυρωμένος, ἀναμμένος.
Greek Monolingual
κατάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος, πυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφίπυρος, διάπυρος).