καρυοθραύστης

From LSJ
Revision as of 07:05, 15 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το τσόφλι καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θραύστης (< θραύστης < θραύω), πρβλ. παγοθραύστης].