καρυοθραύστης
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ο
μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το τσόφλι καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θραύστης (< θραύστης < θραύω), πρβλ. παγοθραύστης].