κερχνηίς

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

κερχνηίς -ίδος και κερχνής, -ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, -ίδος και κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. -ηίς, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. χλωρ-ηίς «αηδόνι» < χλωρός). Από το κερχνηίς προέκυψε με μεταπλασμό κατά τα πρωτόκλιτα ο τ. κέρχνη. Τέλος, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κέγχρος, το οποίο μάλιστα εμφανίζει παράλληλο τ. κέρχνος, προέκυψαν οι τ. κεγχρ-ηίς και κεγχρ-ίς].