κοινοδημεί
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1468] von Staats wegen, Suid., f. l.
Greek Monolingual
κοινοδημεί (Α)
επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο του κοινοδημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ-ιον + επιρρμ. κατάλ. -εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρεί, ηρεμεί)].