κοντούτσικος
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
-η, -ο
κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος, στενούτσικος)].