λείψανδρος
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
v. λειψανδρία.
German (Pape)
[Seite 27] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.
Greek Monolingual
λείψανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού
2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].