λέπαργος

Revision as of 18:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, (λέπος) A with white coat or feathers, κίρκος A.Fr.304.5; of a sheep or goat, Theoc.4.45. II as Subst., λ., ὁ, of an ass, Nic.Th.349.

German (Pape)

[Seite 29] mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel, Nic. Ther. 349; κίρκος, Aesch. frg. 291; Theocr. 4, 45; auch vom Schnee, VLL. Die Alten führen es aber zum Theil auch auf λαπάρας ἔχων λευκάς zurück, weißbäuchig.

Greek (Liddell-Scott)

λέπαργος: -ον, (λέπος) ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ λευκὰ πτερά, κίρκος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 5· ἐπὶ τράγου, ὁ λευκοκοίλιος ἢ λευκόπλευρος, Θεόκρ. 4. 45· ― ὡς οὐσιαστ., λέπαργος, ὁ, ἐπὶ ὄνου, Νικ. Θηρ. 349, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la peau blanche, blanc.
Étymologie: λέπος, ἀργός.

Greek Monolingual

λέπαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμαργος, πύγαργος)].

Greek Monotonic

λέπαργος: -ον (λέπος), αυτός που έχει λευκό δέρμα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λέπαργος: с белым оперением или шерстью, белый (κίρκος Aesch.; sc. μοσχίον Theocr.).

Middle Liddell

λέπ-αργος, ον λέπος
with white coat, Theocr.