ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
λιθάρτης, ὁ (Α)αυτός που σηκώνει λίθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + θ. -αρ- του αἴρω, «σηκώνω», πρβλ. ἀρῶ (πρβλ. αντάρτης)].