λογοπλόκος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
Greek Monolingual
ο
αυτός που συντάσσει λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + πλόκος (< πλέκω «επινοώ»), δολοπλόκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].