μάνταλος

Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος)
σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης
νεοελλ.
στρατ. μηχανισμός του κλείστρου τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -αλος (πρβλ. κόκκαλος). Η λ. συνδέεται πιθ. με το μάνδρα και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mand- «περίφραξη με τη μορφή φράχτη». Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το ἀμάνδαλον δεν φαίνεται πειστική].