μεγακυδής
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ές, A much renowned, IG3.1335, 12(5).677 (Syros), Man.2.150.
German (Pape)
[Seite 104] ές, sehr ruhmvoll; ἀστοί, Ep. ad. 120 (App. 328); ἄνδρες, Man. 2, 150.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰκῡδής: -ές, μεγάλως δεδοξασμένος, ἔνδοξος, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 152, 3., 272, 11, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
μεγακυδής, -ές (Α)
πολύ δοξασμένος, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερικυδής, φερεκυδής].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰκῡδής: достославный, знаменитый (ἀστοί Anth.).