μελανοχίτωνας
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek Monolingual
ο (Α μελαγχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ, Μ μελαχίτων)
αυτός που φορά μαύρο χιτώνα
νεοελλ.
πληθ. οι μελανοχίτωνες
α) ονομασία τών ιταλικών φασιστικών ομάδων που ίδρυσε ο Μπ. Μουσολίνι από αφοσιωμένους οπαδούς του, οι οποίοι φορούσαν μαύρα χιτώνια
β) επίλεκτο σώμα του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ
αρχ.
σκοτεινός, κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χιτών, -ῶνος (πρβλ. λευκοχίτωνας)].