Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
μηχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
μαχανίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σεληνίτις)].