μετροδείκτης

From LSJ
Revision as of 09:32, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

ο
μικρός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη στερεοσκοπική μέτρηση στα φωτογραμμομετρικά όργανα απόδοσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + δείκτης (< δείχνω) στροφοδείκτης.