μονόχρους
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
-ουν, contr. for μονόχροος.
Greek Monolingual
μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, πολύχρους].