χρυσόπεπλος

From LSJ
Revision as of 14:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπεπλος Medium diacritics: χρυσόπεπλος Low diacritics: χρυσόπεπλος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: chrysópeplos Transliteration B: chrysopeplos Transliteration C: chrysopeplos Beta Code: xruso/peplos

English (LSJ)

ον, A with robe of gold, κούρα Anacr.76; Μναμοσύνα Pi.I.6(5).75; Ἥρη B.18.22.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων πέπλον, ἐσθῆτα ἐκ χρυσοῦ, χρυσόπεπλε κούρα Ἀνακρ. 76 (80)· χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Πινδ. Ι. 6 (5). τέλ.

English (Slater)

χρῡσόπεπλος, -ον
   1 with golden robe χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πέπλος (πρβλ. λινό-πεπλος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπεπλος: в златотканном одеянии (κούρα Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).