ψαρίλα
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
η, Ν
οσμή ψαριού, ιδίως ωμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τυρίλα)].