σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
το, Νψιλόβροχο, ψιχάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτοβρόχι].