καλαμοστασία
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ, A fixing of vine-poles, PGiss.56.12 (vi A.D.).
Greek Monolingual
καλαμοστασία, ἡ (Α)
πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στασία (< -στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγοστασία, ηλιοστασία].