κατάλιθος
From LSJ
English (LSJ)
ον, set with precious stones, ὕφασμα LXXEx.28.17.
German (Pape)
[Seite 1360] voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλῐθος: -ον, πλήρης λίθων, κεκοσμημένος μὲ πολυτίμους λίθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17).
Greek Monolingual
κατάλιθος, -ον (Α)
στολισμένος με πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονόλιθος, υπόλιθος].