μέσσορος

From LSJ
Revision as of 03:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσσορος Medium diacritics: μέσσορος Low diacritics: μέσσορος Capitals: ΜΕΣΣΟΡΟΣ
Transliteration A: méssoros Transliteration B: messoros Transliteration C: messoros Beta Code: me/ssoros

English (LSJ)

ὁ, for Μέσορος, boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμορος, σύνορος).