μετάρχιος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ὁ, name of month in Crete, Hemerolog.Flor.
Greek Monolingual
μετάρχιος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα στη Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -άρχιος (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. πολυάρχιος, υπεράρχιος].