ἰλλώπτω
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
Com.Adesp.1019, Adam.1.23, Hsch. (For the termination cf. γοργώψατο.)
German (Pape)
[Seite 1251] (oder unmittelbar von ἰλλός abgeleitet, vgl. Lob. Phryn. p. 607), die Augen verdrehen, blinzeln, liebäugeln, Sp., Poll. 2, 52. Vgl. die compp.
Greek Monolingual
ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + -ώπτω (πρβλ. ηρώπτω, σκώπτω)].