ἰσόπλαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, gloss on ἀντίπλαστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπλαστος: -ον, ὅμοιος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίπλαστος.
Greek Monolingual
ἰσόπλαστος, -ον (Α)
ίσος, όμοιος, όμοια πλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. ιδιόπλαστος, σιδηρόπλαστος].