ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Full diacritics: κρεοθήκη | Medium diacritics: κρεοθήκη | Low diacritics: κρεοθήκη | Capitals: ΚΡΕΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: kreothḗkē | Transliteration B: kreothēkē | Transliteration C: kreothiki | Beta Code: kreoqh/kh |
ἡ, larder, Hsch. s.v. κρήϊνον.
κρεοθήκη: ἡ, τόπος πρὸς ἐναπόθεσιν κρέατος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρήϊνον· ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
κρεοθήκη, ἡ (Α)
μέρος όπου φυλάγεται το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -θήκη (< τίθημί), πρβλ. βιβλιοθήκη, πινακοθήκη.