ξυλοφθόρος

From LSJ
Revision as of 13:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

German (Pape)

[Seite 281] Holz verderbend, σκωλήκιον, Arist. H. A. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφθόρος: ὁ, σκωλήκιόν τι φθεῖρον τὸ ξύλον, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3.

Greek Monolingual

ξυλοφθόρος, ὁ, ἡ ξυλοφθόρος, τὸ (Α)
είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λινοφθόρος.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφθόρος: портящий древесину (σκωλήκιον Arst.).