συγγενοκτόνος

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενοκτόνος Medium diacritics: συγγενοκτόνος Low diacritics: συγγενοκτόνος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syngenoktónos Transliteration B: syngenoktonos Transliteration C: syggenoktonos Beta Code: suggenokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω) slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.