στερεοβάτης
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, foundation course of a building, Vitr.3.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, λέξις ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αρχιτ. βάθρο χωρίς εξέχουσες γλυφές
αρχ.
θεμέλιο οικοδομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἐρημοβάτης.