ἐξαραιόω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἐξαραί-ωσις, strengthened for ἀραι-όω, -ωσις, Aret.CA2.6, SA 2.2.
Spanish (DGE)
fisiol. quitar densidad a un líquido, rarificar τὰ μαλάγματα ... λεπτῦναι ἢ ἐξαραιῶσαι ἢ οὔρησιν τρέψαι Aret.CA 2.6.4, cf. Aët.12.49, en v. pas. ὅταν ... τὸ δὲ λεπτομερὲς ἐξαραιωθῇ ref. a la humedad, Chrysipp.Stoic.2.180
•en v. med. perder densidad, enrarecerse αἱ δὲ σηπόμεναι σάρκες οὐδὲν ἄλλο πάσχουσιν ἢ ... ἐξαραιοῦνται καὶ ῥέουσιν Plu.2.659b.
German (Pape)
[Seite 871] verstärktes simplex, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰραιόω: -αίωσις, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀραιόω, -αίωσις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6, π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.