κνώδαξ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, (cf. κνώδων)
A pin or pivot on which a body or machine turns, καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου ἀποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται Gal.14.720, cf. 723; axis of a sphere, Orph.Fr.247.26: more freq. in plural, Hero Spir.1.43, S.E.M.10.93, Orib.49.22.21.
II pl., sockets in which the axes of a drum turn, Ph.Bel.75.45.
III = χρυσοχοϊκὸν ὄργανον, and in plural, = οἱ ἐν τοῖς φυσητῆρσιν ἀσκοί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1464] ακος, ὁ, Zapfen, Achse; ἡ σφαῖρα τοῖς κνώδαξι περιδινεῖται Sezt. Empir. adv. phys. 2, 51, vgl. 93; a. Sp. Verwandt mit
Greek Monolingual
κνώδαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. κνώδακας.
Russian (Dvoretsky)
κνώδαξ: ᾱκος ὁ (только pl.) стержень, ось (ἡ σφαίρα τοῖς κνώδαξι περιδινεῖται Sext.).