σύνηλυς
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, convenae, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.
Greek Monolingual
-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπ-ηλυς)].