θεουργός

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουργός Medium diacritics: θεουργός Low diacritics: θεουργός Capitals: ΘΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: theourgós Transliteration B: theourgos Transliteration C: theourgos Beta Code: qeourgo/s

English (LSJ)

ὁ,
A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341.
II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18.
III as adjective, ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.

German (Pape)

[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.

Greek Monolingual

-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθοεργός, συνεργός].