γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
adj.
Morose: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος, P. δύστροπος.
Angry: Ar. and P. χαλεπός, P. and V. πικρός.
Be discontented, v.: P. δυσχεραίνειν, Ar. and P. σχετλιάζειν, δυσκολαίνειν (Plat.).