περίκοσμος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, = περικόσμιος (mundane, embracing the κόσμος), Dam. Pr. 98 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
περίκοσμος: -ον, ἐπίθ. ἀντὶ περικόσμιος, Δαμασκ. περὶ Ἀρχῶν σ. 308.
Greek Monolingual
-ον, Μ
περικόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόσμος (πρβλ. υπέρκοσμος)].