eager
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. πρόθυμος, σπουδαῖος (Soph., Frag.), θερμός, ἔντονος, σύντονος, ὀξύς, Ar. and V. θούριος, V. θοῦρος, αἴθων (rare P.), Ar. and P. ἰταμός, P. σφοδρός. Be eager, v. intrans.: P. and V. σπεύδειν, σπουδάζειν, προθυμεῖσθαι, ὁρμᾶσθαι, V. μαίεσθαι, ἐκπροθυμεῖσθαι (all also used with infin. following); see desire. Be eager for: P. and V. σπουδάζειν (acc.), σπεύδειν (acc.); see desire. Eager for, adj.: V. λελιμμένος (gen.), μαιμῶν (gen.). Unhesitating: P. and V. ἄοκνος; see unhesitating.