βασσαρικός

From LSJ
Revision as of 13:58, 4 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασσαρικός Medium diacritics: βασσαρικός Low diacritics: βασσαρικός Capitals: ΒΑΣΣΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: bassarikós Transliteration B: bassarikos Transliteration C: vassarikos Beta Code: bassariko/s

English (LSJ)

ή, όν, = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterichus ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).

Greek (Liddell-Scott)

βασσαρικός: -ή, -όν, = βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ = τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχος παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.

Greek Monolingual

βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.

Greek Monotonic

βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βασσᾰρικός: Anth. = βακχεῖος.