προβραχής
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ές, shallow, τὰ π. Plb.1.47.1.
German (Pape)
[Seite 713] ές, od. προβραχύς, ύ, sehr flach, als v.l. für προσβραχής, Strab. 5, 4, 5 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προβραχής: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ προσβραχής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ές, Α
αβαθής, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί προσβραχής].