φιλομαθία
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ, v. φιλομάθεια.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, = φιλομάθεια, Strab. u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομᾰθία: ἡ, ἴδε ἐν λ. φιλομάθεια.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δ. γρφ.) βλ. φιλομάθεια.
Russian (Dvoretsky)
φιλομᾰθία: ἡ v.l. = φιλομάθεια.