κνημόω

From LSJ
Revision as of 01:58, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημόω Medium diacritics: κνημόω Low diacritics: κνημόω Capitals: ΚΝΗΜΟΩ
Transliteration A: knēmóō Transliteration B: knēmoō Transliteration C: knimoo Beta Code: knhmo/w

English (LSJ)

aor. -ῶσαι, = περιχῶσαι, φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = φθείρομαι, and -ωθῆναι, = φθαρῆναι, Id.; κνημωθείς is prob. f.l. for κημωθείς in Hermesian.7.38.

German (Pape)

[Seite 1460] mit Beinschienen umgeben, Hesych.; er erklärt auch φθεῖραι; u. so sagt von einem unglücklichen Liebhaber Hermesian. bei Ath. XIV, 598 a πολλάκι κνημωθεὶς κώμους εἶχε.

Greek (Liddell-Scott)

κνημόω: ὁπλίζω μὲ περικνημῖδας, Ἀντιόχ. Πανδέκτ. 1207Α. ΙΙ. τὸ παθητ. ἔχει διάφορον σημασίαν παρ᾿ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ κνημοῦσθαι διὰ τοῦ φθείρεσθαι ἐν διαφόροις γλώσσαις αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Ἑρμησιάναξ παρ᾿ Ἀθην. 598Α, ἐπὶ ἀτυχοῦς τινος ἐραστοῦ, πολλάκι... κνημωθεὶς κώμους εἶχε σὺν Ἑξαμύῃ. Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ῥῆμα προφανῶς συγγενεύει πρὸς τὰ κνάω, κνήθω.