μαντευτικός

From LSJ
Revision as of 03:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντευτικός Medium diacritics: μαντευτικός Low diacritics: μαντευτικός Capitals: ΜΑΝΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: manteutikós Transliteration B: manteutikos Transliteration C: manteftikos Beta Code: manteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for divination: ἡ -κή (sc. τέχνη), = μαντεία, f.l. in E.Ba.299 as cited by Plu.2.432e.

Greek (Liddell-Scott)

μαντευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) = μαντεία, Πλούτ. 2. 432Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) μαντεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.