ἐξαλίπτης
From LSJ
English (LSJ)
f.l. for ἐξαλείπτης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλίπτης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ἐξαλείπτης, ἴδε τὴν λέξιν.
Full diacritics: ἐξᾰλίπτης | Medium diacritics: ἐξαλίπτης | Low diacritics: εξαλίπτης | Capitals: ΕΞΑΛΙΠΤΗΣ |
Transliteration A: exalíptēs | Transliteration B: exaliptēs | Transliteration C: eksaliptis | Beta Code: e)cali/pths |
f.l. for ἐξαλείπτης (q.v.).
ἐξᾰλίπτης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ ἐξαλείπτης, ἴδε τὴν λέξιν.