λαεργής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: λᾱεργής | Medium diacritics: λαεργής | Low diacritics: λαεργής | Capitals: ΛΑΕΡΓΗΣ |
Transliteration A: laergḗs | Transliteration B: laergēs | Transliteration C: laergis | Beta Code: laergh/s |
ές, made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).
λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).
λαεργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής, μυλο-εργής].