ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Full diacritics: φιττακίδες | Medium diacritics: φιττακίδες | Low diacritics: φιττακίδες | Capitals: ΦΙΤΤΑΚΙΔΕΣ |
Transliteration A: phittakídes | Transliteration B: phittakides | Transliteration C: fittakides | Beta Code: fittaki/des |
αἱ, a kind of woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).
φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.
ων (αἱ) :
chaussures de femme.
Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.
αἱ Α
είδος γυναικείων σανδαλιών.