ἰσήμερος

From LSJ
Revision as of 15:40, 28 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήμερος Medium diacritics: ἰσήμερος Low diacritics: ισήμερος Capitals: ΙΣΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: isḗmeros Transliteration B: isēmeros Transliteration C: isimeros Beta Code: i)sh/meros

English (LSJ)

ον,= aequidialis, equinoctial, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Tagen, gleich lange dauernd. – Bei Theophr. zur Zeit der Tag- u. Nachtgleiche (?).

Greek Monolingual

ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφήμερος, καλήμερος].