ὀνοκλεία
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
(v.l. ὀνόκλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc. 4.23.
Greek Monolingual
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.
Translations
alkanet
French: orcanette des teinturiers; German: Schminkwurz; Ancient Greek: ἄγχουσα, ἔγχουσα, κατάγχουσα, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная