ἔγχουσα
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ἡ, Att. for ἄγχουσα (q.v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.
Spanish (DGE)
v. ἄγχουσα.
German (Pape)
[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχουσα: ἡ Arph., Xen. = ἄγχουσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».
Greek Monotonic
ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
ἔγχουσα, ἡ,
the plant alkanet, the root of which yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]
Translations
alkanet
Catalan: boleng roig, pota de colom; French: anchuse, orcanette, orcanette des teinturiers, orcanette tinctoriale, alcanette, buglosse tinctorial; German: Schminkwurz, Färber-Alkanna; Greek: άγχουσα; Ancient Greek: ἀρχέβιον, ἀρχιβδέλλιον, ἄγχουσα, ἔγχουσα, κάλυξ, κατάγχουσα, λακχά, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Latin: anchusa, Anchusa tinctoria; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная; Spanish: palomilla de tintes; Turkish: havacıva