ἔγχουσα

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχουσα Medium diacritics: ἔγχουσα Low diacritics: έγχουσα Capitals: ΕΓΧΟΥΣΑ
Transliteration A: énchousa Transliteration B: enchousa Transliteration C: egchousa Beta Code: e)/gxousa

English (LSJ)

ἡ, Att. for ἄγχουσα (q.v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.

Spanish (DGE)

v. ἄγχουσα.

German (Pape)

[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχουσα: ἡ Arph., Xen. = ἄγχουσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».

Greek Monotonic

ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

ἔγχουσα, ἡ,
the plant alkanet, the root of which yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]

Translations