βλήχημα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ατος, τό, = βληχή, Hsch. (pl.): sg., = μωρός, προβατώδης, Id.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
balido βδάλλων βληχήματα M.Ant.10.23
•fig. πείθειν ... διὰ τῶν βληχημάτων (τοῦ Κριανοῦ) convencerte por los balidos (de Aries) irón. sobre la superstición astrol., Basil.M.29.132A, cf. Hsch.
•mugido ἀπέβαλον βληχήματα βοῦς Iul.Ar.32.19.
Greek (Liddell-Scott)
βλήχημα: τό, = βληχή, Ἡσύχ., Βασίλ.